κόρφος

κόρφος
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 469 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στον Σαρωνικό κόλπο, 45 χλμ. ΝΑ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σολυγείας. Ο οικισμός Κόρφος του νομού Κορινθίας, στον Σαρωνικό κόλπο.
* * *
ο (Μ κόρφος)
1. ο κόλπος τής θάλασσας
2. η αγκαλιά, το στήθος
νεοελλ.
οι μαστοί («πως ο κόρφος καθεμιάς γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και ελευθερίας», Σολωμ.)
2. το μέρος τού ρούχου που καλύπτει το στήθος
3. φρ. α) «ζέστανε φίδι στον κόρφο του» — περιέθαλψε αγνώμονα
β) «ούτε ψύλλος στον κόρφο του» — με κανέναν τρόπο δεν θα ήθελε κάποιος να έχει την τύχη του
μσν.
φρ. α) «ἡ γυναίκα τοῡ κόρφου» — η σύζυγος
β) «βάζω τὸ χέρι στὸν κόρφο» — αποφασίζω κατά συνείδηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλφος (άλλος τ. τού κόλπος), με τροπή τού -λ- σε -ρ- ή κατ' άλλους < κόλπος με ετυμολ. επίδραση τού κρυφός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόρφος, ο — κόρφος, ο, 1 . το στήθος των ανθρώπων. 2. φρ., «Zεσταίνεις φίδι στον κόρφο σου» λέγεται για εκείνους που περιθάλπουν αγνώμονες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάκορφος — η, ο αυτός που βρίσκεται ακριβώς στην κορυφή, αυτός που είναι στο πιο ψηλό σημείο. επίρρ... κατάκορφα ακριβώς στην κορυφή, στο ακρότατο σημείο τής κορυφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κορφος (< κορ[υ]φή), πρβλ. δί κορφος, πολύ κορφος] …   Dictionary of Greek

  • κόλφος — κόλφος, ὁ (AM) μσν. το καμπυλωμένο λόγω τού στήθους μέρους τού ενδύματος αρχ. κόλπος, κόρφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κόλφος με την αρχ. σημ. είναι πιθ. άλλος τ. τού κόλπος (Ι), ενώ με τη μσν. σημ. είναι πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. κόλπος και κόρφος] …   Dictionary of Greek

  • τρικόρυφος — η, ο / τρικόρωφος, ον, ΝΑ, και τρίκορφος, η, ο, Ν αυτός που έχει τρεις κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρυφος / κορφος (< κορυφή / κορφή), πρβλ. δι κόρυφος / δί κορφος] …   Dictionary of Greek

  • Korb, der — Der Korb, des es, plur. die Körbe, Diminut. Das Körbchen, Oberd. Körblein. 1) In weiterer und mehr eigentlicher Bedeutung, ein jedes hohles oder tiefes Behältniß; eine längst veraltete Bedeutung. In engerem Verstande, ein solcher hohler mit… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοβύζαστος — η, ο (για το γάλα) γλυκό, μητρικό γάλα («...ο κόρφος καθεμιάς γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και ελευθερίας», Δ. Σολ.) …   Dictionary of Greek

  • κορφαράκι — κορφαράκι, τὸ (Μ) μικρός κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρφος με σημ. «κόλπος τής θάλασσας» + υποκορ. κατάλ. αράκι (πρβλ. ξυλ αράκι, φυλλ αράκι)] …   Dictionary of Greek

  • κορφόπουλον — κορφόπουλον, τὸ (Μ) μικρός κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρφος + υποκορ. κατάλ. πουλον, ουδ. τής κατάλ. πουλος (< λατ. pullus «νεοσσός, πώλος»), πρβλ. αετό πουλο, βασιλό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • κορφόπουλος — κορφόπουλος, ὁ (Μ) μικρός κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρφος + υποκορ. κατάλ. πουλος (< λατ. pullus «νεοσσός») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”